-
1 начальник
-а α.-ца, -ы θ διοικητής, αρχηγός• προϊστάμενος• διευθυντής• υπεύθυνος -гарнизона διοικητής της φρουράς (φρούραρχος)•-штаба αρχηγός του επιτελείου (επιλάρχης)•
начальник армии αρχηγός του στρατού - отдела (отделения) διευθυντής τμήματος (τμηματάρχης)•
начальник станции σταθμάρχης.
-
2 начальник
начальник м о διοικητής, ο διευθυντής· \начальник станции о σταθμάρχης* \начальник отдела о διευθυντής του τμήματος* * *мο διοικητής, ο διευθυντήςнача́льник ста́нции — ο σταθμάρχης
нача́льник отде́ла — ο διευθυντής του τμήματος
-
3 порт
I. 1. (специально оборудованное место для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι, ο λιμένας, (воздушный) о αερολιμέναςтерритория - а η περιοχή/ζώνη το - ού2. (приморский город со специально оборудованным местом для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι. II.мор. (отверстие в борту судна или в фальшборте для прохода людей, для погрузки и разгрузки с нижней палубы) η θυρίδα, το πορτέλο (ξεν.), το άνοιγμα στην πλευρά του σκάφουςвходной - της εισόδου/επιβίβασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порт
-
4 дистанция
-и θ.1. απόσταση• διάστημα.2. σταθμός•начальник -и ο διοικητής του σταθμού, σταθμάρχης (μεταφορικών μέσων).
εκφρ.сойти с -и – παραιτούμαι (βγαίνω) από το αγώνισμα δρόμου.